- σεμνυνόμενος
- σεμνῡνόμενος , σεμνύνωexaltpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek
χαλεπαίνω — Α [χαλεπός] 1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ. β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ αὐθαδῶς… … Dictionary of Greek